- υποσχεσίη
- ἡ, Α(επικ. τ.) ὑπόσχεσις*.[ΕΤΥΜΟΛ. Σπάνιος παρλλ. τ. τής λ. ὑπόσχεσις, με κατάλ. -ίη, επικ. τ. τής κατάλ. -ία (πρβλ. ἔκκλησις: ἐκκλησία)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑποσχεσίη — fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποσχεσίῃ — ὑποσχεσίη fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποσχεσίαι — ὑποσχεσίη fem nom/voc pl ὑποσχεσίᾱͅ , ὑποσχεσίη fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποσχεσίην — ὑποσχεσίη fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποσχεσίης — ὑποσχεσίη fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποσχεσίῃς — ὑποσχεσίη fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποσχεσίῃσι — ὑποσχεσίη fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποσχεσίῃσιν — ὑποσχεσίη fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποσχεσίηισ' — ὑποσχεσίῃσι , ὑποσχεσίη fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)